Ο γλύπτης Σφυρίδων Καλέμης αγόρασε ένα μεγάλο κομμάτι μάρμαρο που του κόστισε 2000 ευρώ. Αφού το σκάλιζε επί 6 μήνες, δουλεύοντας 6 ώρες κάθε μέρα, 5 μέρες την εβδομάδα, έφτιαξε ένα γλυπτό. Πόσο θα πουληθεί;
Η απάντηση οποιουδήποτε που διαθέτει πέντε δράμια μυαλό είναι: δεν ξέρουμε! Μπορεί ο Καλέμης να είναι ένας ατάλαντος που δεν τον ξέρει ούτε η μάνα του και το γλυπτό να μην το παίρνουν ούτε για μπάζο. Μπορεί να είναι ένας διάσημος (ταλαντούχος ή μη, είναι άλλη ιστορία…) και το γλυπτό του να πουληθεί ακριβότερα από τα 141,28 εκατομμύρια δολάρια που έπιασε πέρυσι «Ο άνδρας που δείχνει» του Τζιακομέτι.
Διαφωνεί κανένας; Μα και βέβαια, ο μαρξιστής! Ο οποίος απαντάει ως εξής: 2000 ευρώ το υλικό, συν τόσες ώρες εργασία, επί τόσα ευρώ η ώρα, συν τρία καλέμια και ένα σφυρί που χάλασε αυτούς τους 6 μήνες, συν το κόστος χρήσης του εργαστηρίου, συν οι καφέδες που έπινε, μείον 3 μέρες που δεν δούλεψε γιατί ήταν με πυρετό, ίσον 8275 ευρώ. Τόσο πρέπει να πουληθεί το έργο! Κι επειδή σε βλέπει που τον κοιτάς με το σαγόνι πεσμένο, συμπληρώνει: αυτό δεν σημαίνει ότι θα πουληθεί τόσο. Αυτή όμως είναι η φυσική του αξία!
Όπως παρατηρήσατε, δεν είπε η φυσική του τιμή, αλλά η φυσική του αξία, συνεχίζοντας μια παρεξήγηση που την ξεκίνησε ο... Αριστοτέλης. Ο μεγάλος φιλόσοφος που έψαχνε απάντηση ακόμα και στο γιατί βλέπουμε αστεράκια όταν τρίβουμε τα μάτια (Μικρά Φυσικά, Περί αισθήσεως και αισθητών, Κεφάλαιο Β’) αναγνώρισε δύο αξίες σε κάθε αντικείμενο: τη χρηστική (οικείαν χρήσιν) και την ανταλλακτική (αλλαγής ένεκεν). Ένα κρεβάτι δηλαδή, είτε το χρησιμοποιείς για να κοιμάσαι, είτε το δίνεις μαζί με άλλα τέσσερα κρεβάτια και παίρνεις ένα σπίτι. («Κλίναι πέντε αντί οικίας.» Ενδιαφέρουσα πληροφορία ότι στην εποχή του Αριστοτέλη ένα σπίτι κόστιζε όσο 5 κρεβάτια!) Ναι, αλλά πώς έφτασε στα χέρια σου το κρεβάτι; Αν το παρήγαγες εσύ, κάποιους συντελεστές παραγωγής χρησιμοποίησες, άρα ήδη το αντάλλαξες με χρόνο και χρήμα τα οποία θα μπορούσες να χρησιμοποιήσεις για την παραγωγή ενός άλλου αγαθού. Αν το πήρες από άλλον δίνοντας π.χ. δύο πιθάρια λάδι, έχουμε τη «συμμετρία»: 1 σπίτι = 5 κρεβάτια = 10 πιθάρια λάδι η οποία γίνεται μια ατελείωτη αλυσίδα, αν ψάξουμε πώς παρήχθη το λάδι. Ποιος καθορίζει αυτές τις ισοτιμίες; Με ποιον μηχανισμό ανόμοια πράγματα αποκτούν ίδια τιμή; Απάντηση δεν μπόρεσε να δώσει ο Αριστοτέλης. Το μπέρδεμα έγινε μεγαλύτερο, καθώς τη χρηστική αξία τη συσχετίζει με την επιβίωση: το νερό έχει μεγάλη χρηστική αξία αλλά μηδέν ανταλλακτική, ενώ το διαμάντι έχει μηδέν χρηστική αλλά μεγάλη ανταλλακτική. Και ψάχνει να βρει, χωρίς αποτέλεσμα, γιατί υπάρχει αυτή η αφύσικη απόκλιση. Ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης δεν είχε ακόμα ανακαλυφθεί σε μια κοινωνία με ελάχιστους «κωδικούς» προϊόντων, που ικανοποιούσαν κυρίως βασικές ανάγκες (τροφή, ένδυση, στέγαση) και όπου η ανταλλακτική οικονομία κατείχε ακόμα μεγάλο μερίδιο της αγοράς. Έτσι έκανε το θεμελιώδες λάθος να αναζητά την απάντηση στον τρόπο που κατασκευάζεται κάτι, και όχι στην ένταση με την οποία ζητιέται.
Κι επειδή η σκέψη του Αριστοτέλη ήταν θέσφατο τουλάχιστον μέχρι την Αναγέννηση, οι πρώτοι διανοητές που μπορούν να χαρακτηρισθούν οικονομολόγοι, ο Άνταμ Σμιθ και ο Ντέιβιντ Ρικάρντο, ξεκίνησαν να μελετούν την οικονομική υπόσταση ενός αντικειμένου βασισμένοι στην αριστοτελική έννοια της αξίας.
Πώς αποκτάει αξία ένα προϊόν; Από τους συντελεστές που χρειάστηκαν για την παραγωγή του, σκέφτηκαν. Ανάμεσα στους οποίους ο πιο σημαντικός είναι η εργασία. Γράφει ο Άνταμ Σμιθ στην κλασική πραγματεία του που είναι γνωστή ως «Ο Πλούτος των Εθνών»: «Το αγαθό που είναι προϊόν δύο ημερών ή δύο ωρών εργασίας θα πρέπει να αξίζει το διπλάσιο ενός αγαθού που η παραγωγή του απαιτεί εργασία μιας ημέρας ή μιας ώρας». Κι επειδή η επόμενη ερώτηση είναι «πώς αποτιμάται η αξία μιας ώρας εργασίας σε ανθρώπους με διαφορετικές δεξιότητες;» οι πρώιμοι οικονομολόγοι κατασκεύασαν μια ολόκληρη θεωρία, την “Εργασιακή Θεωρία της Αξίας”, και παιδευόντουσαν χρόνια ολόκληρα να υπολογίσουν με ακρίβεια την εργασία που ενσωματώνεται σε μια λίμπρα σιτάρι, σε ένα ζευγάρι παπούτσια ή σε 10 πήχεις ύφασμα.
Το προφανές αδιέξοδο αυτής της μεθόδου έγινε βατερλώ όταν προσπάθησαν να αντιστοιχίσουν αξία και τιμή. Άντε να βρεις γιατί από χέρι σε χέρι αλλάζει η τιμή ενός προϊόντος, προς τα πάνω ή προς τα κάτω, ενώ δεν έχει αλλάξει τίποτε στην εργασία που το παρήγαγε.
Μέχρι που ένας ξύπνιος άνθρωπος (και πολύ ενδιαφέρουσα γενικότερα προσωπικότητα), που στην Ελλάδα δεν τον πολυξέρουμε, ο Σάμιουελ Μπέιλυ εξήγησε τα αυτονόητα. Ότι, δηλαδή, δεν πα’ να έχεις ρίξει τη δουλειά της αρκούδας, πρέπει να βρεθεί κάποιος που θα πει για το προϊόν σου “το θέλω και πληρώνω τόσα”. Αλλιώς δεν έχει καμμία αξία. Δεν υπάρχει αντικειμενική αξία σε κανένα προϊόν, ούτε στο νερό ούτε στο διαμάντι, παρά μόνο υποκειμενική, που αλλάζει από άνθρωπο σε άνθρωπο, από τόπο σε τόπο, κι από στιγμή σε στιγμή. Και υπάρχει ένας μόνο τρόπος αποτίμησης της αξίας: η τιμή. Αν βρεθεί λοιπόν κάποιος να πληρώσει 141 εκατομμύρια για το γλυπτό του Τζιακομέτι ή του Καλέμη, αυτή είναι και η αξία του. Τόσο απλά. Και χρήση ενός προϊόντος δεν κάνεις μόνο όταν το τρως. Κάνεις κι όταν καμαρώνεις ανάμεσα σε άλλους εκατομμυριούχους του τζετ σετ για τον “Τζιακομέτι σου”, τον οποίο πολύ πιθανόν ούτε θα γυρνούσες να κοιτάξεις, αν έκανε μόνο 141 ευρώ. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, άβυσσος και οι ανάγκες που δημιουργεί.
Πότε δημοσίευσε αυτή τη θέση ο Μπέιλυ; (A Critical Dissertation on the Nature, Measures and Causes of Value: Chiefly in Reference to the Writings of Mr. Ricardo and His Followers.) To 1825, όταν ο Μαρξ ήταν 7 ετών. Μέχρι το 1860, όταν έγραφε το Κεφάλαιο, κανένας σοβαρός οικονομολόγος δεν επέμενε στην γεμάτη αντιφάσεις και αδιέξοδα προβλήματα «Εργασιακή Θεωρία της Αξίας». Όμως ο Μαρξ τη χρειαζόταν και τη χρησιμοποίησε ως βάση όλου του σουρεαλιστικού κατασκευάσματός του. Γιατί; Διότι του έδινε την ευκαιρία να στηρίξει εκεί τη θεωρία – κλειδί του κομμουνισμού: την εκμετάλλευση της υπεραξίας και όλο το γαϊτανάκι αυθαιρεσιών που ξεκινάνε από αυτή. Και πώς αντέκρουσε την άποψη του Μπέιλυ; Την ονόμασε «χυδαία Πολιτική Οικονομία» και ξεμπέρδεψε.
Η μαρξιστική θεωρία της υπεραξίας, λοιπόν, λέει πως όταν κάποιος στήνει μια δουλειά, δηλαδή βάζει το κεφάλαιο, την ιδέα, οργανώνει την παραγωγή, βρίσκει πελάτες, φροντίζει ένα κάρο λεπτομέρειες και φυσικά παίρνει το ρίσκο να τα χάσει όλα, το όποιο κέρδος που του μένει, αν του μείνει, από την πώληση του προϊόντος, δεν είναι δικό του. Είναι του εργάτη στη γραμμή παραγωγής ο οποίος «ενσωματώνει» στο προϊόν μια αξία Χ, αλλά πληρώνεται λιγότερο. Το ποια είναι η «δίκαιη» αμοιβή του εργάτη, ο Μαρξ το κρατάει κρυφό. Ούτε καν προσπάθησε να προτείνει έναν τρόπο υπολογισμού. Το γιατί, είναι προφανές: όσο και να τον πλήρωνε ο επιχειρηματίας, θα έπρεπε να τον πληρώνει περισσότερο! Άρα τον κλέβει! Όταν θες, με το στανιό, να επινοήσεις επανάσταση, είναι «λογικό» να ξεκινάς από έναν τόσο τερατώδη παραλογισμό, διότι πρέπει, με το στανιό, να επινοήσεις αντιπάλους. Και τι αντίπαλοι θα ήταν αν ο ένας δεν έκλεβε τον άλλον; Επομένως: αξία + υπεραξία = τιμή. Την τιμή την ξέρουμε. Την αξία την ξέρουμε; Είναι η αμοιβή της γης, του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού και της εργασίας, λέει ο Μάρξ. Μόνο; Μόνο! Δηλαδή, σε ένα εργοστάσιο που φτιάχνει γραβάτες, το αν είναι μοντέρνες ή ντεμοντέ έχει κάποια σημασία Κάρολε; Καμμία! Το αν ο διευθυντής πωλήσεων είναι γλυκομίλητος ή μουντρούχος; Καμμία! Και ποια είναι η δίκαιη αμοιβή των συντελεστών της αξίας; Δεν ξέρουμε, λέει ο Μαρξ! Τότε, πώς θα υπολογίσουμε την υπεραξία;
Ερωτήματα λογικά για έναν που έχει πέντε δράμια μυαλό. Αλλά, είπαμε, εδώ μιλάμε για μαρξισμό. Ουδεμία σχέση με λογική ή με μυαλό. Είσαι επιχειρηματίας; Κλέβεις τον εργαζόμενο, τέλος. Την υπεραξία την τσεπώνεις κι έχεις τον εργαζόμενο ως «μισθωτό σκλάβο». Ας είσαι στην πρώτη θέση των Best Workplaces κι ας σε έχουν ψηφίσει εκεί οι ίδιοι οι εργαζόμενοι. Ας είσαι η Google κι ας κάνουν ουρές στην πόρτα σου οι υποψήφιοι «μισθωτοί σκλάβοι». Ας έχεις ξεκινήσει με μηδέν κεφάλαιο, αλλά με μια ιδέα που άλλαξε τον κόσμο. Είσαι κλέφτης του ιδρώτα του εργαζόμενου, τι δεν καταλαβαίνεις;
Δείτε ένα σύγχρονο (τρόπος του λέγειν) παράδειγμα. Γράφει ο Μπογιόπουλος ένα βιβλίο, απευθυνόμενος, με έναν εύστοχο τίτλο, στους συντρόφους του. Το αναλαμβάνει ένας εκδοτικός οίκος και το προωθεί στα βιβλιοπωλεία, που το πουλάνε π.χ. 17 ευρώ. Από αυτά, ας πούμε ότι τα 12 πάνε σε κόστος στοιχειοθεσίας, εκτύπωσης, βιβλιοδεσίας, μεταφορικών, κέρδος εκδοτικού οίκου και κέρδος βιβλιοπωλείου, και τα υπόλοιπα 5 τα βάζει στην τσέπη ο συγγραφέας. Όχι, λέει Μαρξ. Αυτά τα 5 ευρώ δεν τα δικαιούται ο Μπογιόπουλος. Διότι σε συνεργασία με τον εκδότη τα έκλεψαν από τον προλετάριο εργαζόμενο, που παρήγαγε το βιβλίο. Ποιον εργαζόμενο; Του τυπογραφείου; Του βιβλιοδετείου; Ή του βιβλιοπωλείου; Δεν το διευκρινίζει. Τα έκλεψε και τα 5 ευρώ ή πρέπει κι αυτός ο έρμος να βγάλει το κάτιτίς του, για να μην αναγκάζεται να είναι στη δούλεψη του αφεντικού, κομμουνιστής πράμα; Ούτε αυτό το διευκρινίζει ο Μαρξ.
Μετά από λίγο καιρό ο εκδοτικός οίκος διαπιστώνει ότι κανένας δεν αγοράζει το βιβλίο και το βάζει σε προσφορά: 5 ευρώ φτηνότερα. Τώρα πώς διαμορφώνεται η αξία της ενσωματωμένης εργασίας και πώς η υπεραξία; Και μια που οπωσδήποτε κάποιος πρέπει να εκμεταλλεύεται κάποιον, ποιος είναι ο ένας και ποιος ο άλλος; Εκμεταλλεύτηκε ο Μπογιόπουλος τον εργάτη ή ο εργάτης τον Μπογιόπουλο, αφού πληρώθηκε το μεροκάματο στο τυπογραφείο, χωρίς ακόμα να ξέρουμε αν το βιβλίο θα πουληθεί; Βέβαια τα λεφτά εδώ τα βάζει ο εκδότης, αυτός είναι ο καπιταλιστής. Αλλά ήταν ο Μπογιόπουλος που πήγε και τον βρήκε. Κανένας δεν τον υποχρέωσε να πάει. Θα μπορούσε να το τυπώσει μόνος του ή να το διακινήσει με χειρόγραφα! Εκδότης όμως χωρίς συγγραφέα τι θα εξέδιδε; Αλλά και συγγραφέας χωρίς εκδότη τι θα πούλαγε; Κι όταν, εκτός από τα 5-10 αντίτυπα που αγόρασε το κόμμα για να μελετούν στην ΚΝΕ οι Τσίπρες του μέλλοντος, τα υπόλοιπα πάνε για πολτοποίηση, ποιος πληρώνει τη χασούρα; Ο πραγματικός ιδιοκτήτης, που σύμφωνα με τον Μαρξ είναι ο εργάτης στο τυπογραφείο ή ο ανάλγητος κεφαλαιοκράτης που σύμφωνα με τον Μπογιόπουλο είναι... ο εκδότης;
Θα αναρωτιέστε τι σχέση έχει ο Μήτρογλου με όλα αυτά. Έχει, διότι τον χρησιμοποίησα ως παράδειγμα αντίστοιχο του Μπογιόπουλου, (άλλωστε και οι δύο είναι της ίδιας κλάσης παίκτες, ο καθένας στο γήπεδό του) σε μια παλαιότερη ανάρτησή μου στα social media, όταν ο Μήτρογλου πήγε από τον Ολυμπιακό στη Φούλαμ. Τυπικός προλετάριος είναι ο Μήτρογλου, αφού δεν κατέχει καπιταλιστικό κεφάλαιο για τη δουλειά του και το μόνο που «πουλάει» είναι, αντί τα χέρια του, τα πόδια του. Δεν μας χαλάει τη θεωρία η αντιστροφή των άκρων, σύντροφοι, έτσι δεν είναι;
Γιατί την έκανα αυτή την ανάρτηση; Για τον ίδιο λόγο που γράφω αυτή τη σειρά κειμένων «μαρξιστικής ανάλυσης». Αν αντιμετωπίζαμε τη μαρξιστική θεωρία ως έκθεμα του μουσείου πρωτόγονων αντιλήψεων, δίπλα στην άποψη ότι η γη είναι το κέντρο του σύμπαντος, δεν θα χαλάλιζα ούτε μια αράδα. Αλλά είμαστε, μαζί με την Βόρεια Κορέα και τη Βενεζουέλα (μέχρι κι ο Κάστρο κατάλαβε το λάθος του), ένα από τα τρία κράτη στον πλανήτη που τη θεωρούμε «εργαλείο» κατανόησης και φυσικά επίλυσης των προβλημάτων του 21ου αιώνα. Πρέπει επιτέλους να καταλάβουμε ότι ο μαρξισμός δεν είναι μια καλή ιδέα που εφαρμόστηκε με λάθος τρόπο. Είναι μια ηλίθια ιδέα, γεμάτη εσωτερικές αντιφάσεις, αοριστίες, αυθαιρεσίες, ιδεοληψίες, βαρβαρότητα, απανθρωπιά, φασισμό, χωρίς ίχνος επιστημονικής μεθοδολογίας.
Και το χειρότερο: διδάσκει το μίσος. Δεν βλέπει την παραγωγική διαδικασία ως συνεργασία (και με συγκρουσιακά στοιχεία, που υπάρχουν σε κάθε συνεργασία) όπου ο καθένας επωμίζεται ένα ποσοστό της ευθύνης και του ρίσκου κι ανάλογα μοιράζεται το κέρδος ή τη χασούρα. Ο Μαρξ ήθελε, ντε και καλά, να καταλήξει στην επανάσταση και στη φυσική εξόντωση των φανταστικών εχθρών του. Γιατί; Για θεωρητικό άλλοθι στο ότι ουδέποτε εργάστηκε; Για να εκδικηθεί τον πεθερό του, βαρώνο φον Βεστφάλεν, που τον «έφτυσε» αφού δεν πήγε ούτε στο γάμο του; Για να πετύχει σε κάτι, αφού τις δύο, όλες κι όλες, φορές πού αποπειράθηκε να δουλέψει στη ζωή του, ως αρχισυντάκτης σε εφημερίδες, τις οδήγησε στο κλείσιμο λίγους μήνες μετά; Για να βρει μεταθανάτια αναγνώριση καθώς σε όλη τη ζωή του ήταν ένας παρακμιακός ζήτουλας; Ας το ψάξουν οι ειδικοί. Γεγονός είναι πως ολόκληρη η μαρξιστική θεωρία κατασκευάστηκε για να κουμπώσει σε προϋπάρχον συμπέρασμα. Κι επειδή ούτε ο ίδιος ο Μαρξ δεν κατάφερε να γεφυρώσει τα χαώδη κενά της, το ανέλαβε ο κολλητός του ο Ένγκελς, ένας άλλος άεργος σουλατσαδόρος, με παιδική, κωμική «σκέψη», που έτρωγε τα λεφτά του καπιταλιστή μπαμπά, μαχόμενος τον καπιταλισμό. Αν η ιστορία του κόσμου μπορούσε να διαβαστεί ψυχαναλυτικά, μέσα από τα συμπλέγματα, τις εμμονές και τις ψυχώσεις των πρωταγωνιστών της, θα ήμασταν σοφότεροι.
Να τι έλεγα λοιπόν για τον Μήτρογλου:
«15 εκατομμύρια δίνει η Φούλαμ για τον Μήτρογλου. Ερώτηση προς μαρξιστές: ο Μήτρογλου είναι ένας εργαζόμενος έστω και υψηλά αμοιβόμενος. Η Φούλαμ είναι η εργοδοσία, δηλαδή το κεφάλαιο. Πώς εκμεταλλεύεται την υπεραξία του Μήτρογλου; Ποια είναι ακριβώς η αξία του; Όσο διάστημα έμεινε στον Ολυμπιακό, ήταν ο Ολυμπιακός που εκμεταλλεύτηκε την υπεραξία του ή ο Μήτρογλου που εκμεταλλεύτηκε την υπεραξία του Ολυμπιακού που του έδωσε τη δυνατότητα μετά από δύο χρόνια αναπληρωματικός να παίξει στη βασική ενδεκάδα, να βγει στην Ευρώπη, και να τον προσέξουν οι Άγγλοι;»
Η ανάρτηση προκάλεσε… ταξικό πόλεμο στα social media. Ήταν η εποχή που η Κουμουνδούρου πλήρωνε αδρά. Και μαύρα. Δεκάδες γιαλαντζί opinion leaders εξέδιδαν επί χρήμασι διαδικτυακά... πορτάλια (αλήθεια, δεν έχει βρεθεί ούτε ένας εισαγγελέας να διατάξει έρευνα για τις παράνομες πράξεις που αποκαλύπτει, ο συμπαθής κατά τα άλλα, Δαβαράκης;) και εκατοντάδες τρολ και κουτοί της Πανδώρας είχαν τον Τζήμερο ως προσφιλή στόχο με τα μόνιμα όπλα των φανατικών και των απατεώνων: απειλές, βρίσιμο, διαστρέβλωση και χοντροκομμένη, ανορθόγραφη πάντα, ειρωνεία. Στα συγκεκριμένα ρωτήματα κανένας δεν απάντησε.
Την επόμενη μέρα επανήλθα με ένα άλλο παράδειγμα: του Γιώργου Κολιόπουλου ο οποίος συσκεύασε και πούλησε στις ΗΠΑ ελληνικό λάδι προς 150 ευρώ το λίτρο. (Από αυτό που δίναμε χύμα στους Ιταλούς για 2 ευρώ.)
Έγραφα:
«Λάδι, 150 ευρώ το λίτρο. Βρίσκεις extra παρθένο ελαιόλαδο στην αγορά με 4 ευρώ. Ας πούμε ότι το συγκεκριμένο είναι η πιο καλή ποιότητα της Ελλάδας και θα το αγόραζες ακριβότερα π.χ. 10 ευρώ το λίτρο. Σ΄ αυτά τα 10 ευρώ είναι ενσωματωμένη η αμοιβή των συντελεστών παραγωγής (και η μαρξιστική υπεραξία). Από τα 10 ευρώ μέχρι τα 150 η απόσταση είναι πολύ μεγάλη. Ποιο στοιχείο την πήγε εκεί; Η ευρηματικότητα, η έμπνευση, το επιχειρηματικό ρίσκο, το design, η γνώση των αγορών, η διαφήμιση, η καινοτομία ενός ανθρώπου που είχε αυτή την ιδέα και την υλοποίησε. Πουλάει αέρα, θα πει ένας ακραιφνής μαρξιστής. Και λοιπόν; Από τη στιγμή που υπάρχει αγοραστής που, ακόμα κι από ματαιοδοξία, αλλά οικειοθελώς δίνει τα 150 ευρώ, η τιμή του προϊόντος είναι αυτή: 150 ευρώ. Άλλωστε και όταν γράφεις ένα βιβλίο (όπως το Κεφάλαιο), αέρα πουλάς, δηλαδή άυλη αξία, η οποία έχει την τιμή που κάποιος είναι διατεθειμένος να πληρώσει γι' αυτή. Τι καταλαβαίνουμε από το παράδειγμα, αγαπητά μαρξιστόπουλα; Ότι από την "εξίσωση" με την οποία ο Μαρξ προσδιόρισε κατ' αρχήν την αξία ενός προϊόντος για να καταλήξει στην υπεραξία, λείπουν πάρα πολλοί, μα πάρα πολλοί συντελεστές».
Ως συνήθως, το κατά συρροήν βρισίδι συνεχίστηκε για μέρες. Από μια άποψη, τους κατανοώ. Όταν “εργάζεσαι” πυρετωδώς στις καφετέριες για την προετοιμασία της παγκόσμιας επανάστασης δεν έχεις χρόνο να αντικρούσεις κάτι αντιδραστικούς του καπιταλισμού, σαν κι εμένα. Οραματίζεσαι μια ανώτερη κοινωνία. Κι ένα ανώτερο και δίκαιο ποδόσφαιρο στο οποίο, σύμφωνα με τις εμπνεύσεις του Μαρξ, κάθε παίχτης, είτε είναι ο Μήτρογλου, είτε ο Ρονάλντο είτε ο τελευταίος αναπληρωματικός στον πάγκο τού Κεραυνού Άνω Ραχούλας θα παίρνει τα ίδια. Και όχι σε χρήμα, που είναι καπιταλιστικό εργαλείο υποδούλωσης των μαζών, αλλά σε είδος: ένα δωμάτιο 2Χ3 σε σοσιαλιστικό κοινόβιο με κοινή τουαλέτα για 7 οικογένειες, λάδι με το δελτίο, και ίσως ένα αυτοκινητάκι Trabant μετά από 10 χρόνια στη λίστα αναμονής. Δεν έχει όμως σημασία, αρκεί που κανένας δεν θα καρπώνεται την υπεραξία του και την υπεραξία του Μήτρογλου!
Βέβαια, με τέτοια κίνητρα, όχι Τσάμπιονς Λιγκ δεν κερδίζεις αλλά δεν παίζεις ούτε στο τοπικό ερασιτεχνικό. Οι Σοβιετικοί το έμαθαν, μολονότι τους πήρε εβδομήντα χρόνια. Εμείς, μέχρι να φτάσουμε στο κοινόβιο και στο δελτίο τροφίμων (γιατί και η παραγωγή Trabant σε μια χώρα που δεν φτιάχνει ούτε ποδήλατα, είναι σενάριο επιστημονικής φαντασίας) έχουμε δρόμο ακόμα. Κι όχι εβδομήντα χρόνια δεν περάσαμε με τους μαρξιστές στην εξουσία, αλλά ούτε δύο. Όμως βλέπουμε το ματς σε fast forward. Tόση συμπυκνωμένη καταστροφή, τέτοιος παγκόσμιος εξευτελισμός, τέτοιος κυνισμός της εξουσίας, τόση απαξίωση της ηθικής σε τόσο λίγο χρόνο, ούτε δέκα κομμούνες του Παρισιού δεν θα κατάφερναν. Κι αν ισχύει η άποψη ότι το καλύτερο μάθημα είναι το βιωματικό, η ιστορία μάς κάνει ταχύρυθμο φροντιστήριο στην κομμουνιστική παράνοια. Το λες και εύνοια της τύχης. Γκολ στις καθυστερήσεις, που θα έλεγαν και οι περί τα τηλεοπτικά θεάματα “ειδήμοι” του πρωθυπουργικού περιβάλλοντος. Μόνο που φοβάμαι ότι δεν θα τον γλυτώσουμε τον αποκλεισμό.
Πηγή: liberal.gr