Υπάρχει ο εξαναγκασμός, υπάρχει και το κίνητρο. Δεν χρειάζεται σοφία να καταλάβει κανείς ποιο είναι το καταλληλότερο «εργαλείο» στην πολιτική. Οι μόνοι που δεν μπορούν να το αντιληφθούν είναι οι ίδιοι οι πολιτικοί.
Όταν, λοιπόν, διαπίστωσαν ότι οι γυναίκες δεν δείχνουν ενδιαφέρον για τα κοινά προτίμησαν, όπως πάντα, τον εξαναγκασμό: το ένα τρίτο των υποψηφίων σε ένα ψηφοδέλτιο θα είναι γυναίκες. Βέβαια, δεν το λένε έτσι ακριβώς, λένε «θα είναι από κάθε φύλο», περίπτωση που καλύπτει και μία θεωρητική αλλά απίθανη πλημμυρίδα γυναικών υποψηφίων!
Κανένας δεν κάθησε να σκεφτεί: γιατί οι γυναίκες αποφεύγουν την πολιτική; Πώς θα τις κάνουμε να θέλουν να αναμειχθούν με αυτή; Οι απαντήσεις δεν είναι δύσκολες. Οι γυναίκες δεν γουστάρουν την πολιτική, και πολύ καλά κάνουν! Με το χάλι που είχε όλα αυτά τα χρόνια, οι γυναίκες, που κατά τεκμήριο διαθέτουν περισσότερη συναισθηματική νοημοσύνη από τους άντρες, και που λόγω του ρόλου τους ασχολούνται με πιο πρακτικά θέματα της ζωής, δεν έχουν καμία όρεξη να χάνουν χρόνο και ενέργεια σε κενά περιεχομένου και συνήθως δυσώδη παιχνίδια εξουσίας. Επίσης, είναι περισσότερο πολυάσχολες από τους άντρες. Μια γυναίκα με καριέρα και οικογένεια, έχει πολύ περισσότερα πράγματα στο μυαλό της από έναν άντρα. Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και πολλούς άλλους λόγους, αλλά έχει νόημα; Η συμμετοχή στα κοινά πρέπει να είναι οικειοθελής, αυθόρμητη και ορεξάτη!
Έτσι, οι γυναίκες στην πολιτική είναι δυσεύρετες. Πώς μπορεί να αλλάξει αυτό; Μα, με το να γίνει η πολιτική ελκυστική! Για γυναίκες και άνδρες. Να γίνει αληθινή, ειλικρινής, ουσιαστική, ευαίσθητη, καλόγουστη, λιγότερο θεωρητική και πολύ περισσότερο πρακτική, κοντά στη ζωή, κοντά στον άνθρωπο, κοντά στη σκληρή καθημερινότητα, αυτήν που κυρίως οι γυναίκες βιώνουν στο πετσί τους.
Μπορεί να γίνει αυτό με ποσοστώσεις; Ποτέ! Οι ποσοστώσεις προσβάλλουν τη γυναίκα, προσβάλλουν και τα δύο φύλα, προσβάλλουν την ίδια την πολιτική και εξευτελίζουν τη διαδικασία συμπλήρωσης ψηφοδελτίων καθώς τα κόμματα, όταν δεν έχουν τις γυναίκες που χρειάζονται, επιστρατεύουν φίλες, ξαδέλφες, θείες και μανάδες, ενώ ταυτόχρονα αποκλείουν άνδρες που θα ήθελαν να είναι υποψήφιοι αλλά τους «πετάνε έξω» τα ποσοστά.
Κατά περίεργη συγκυρία της τύχης, μια εταιρεία που συνεργαζόμουν το 2002 είχε αναλάβει την καμπάνια για τη συμμετοχή των γυναικών στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και μου την ανέθεσε πακέτο. Έφτιαξα τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά μηνύματα, καταχωρίσεις, αφίσες, φυλλάδια, και μία ταινία σχεδόν μεγάλου μήκους για το γυναικείο κίνημα: από τις σουφραζέτες, την Καλλιρρόη Παρρέν, την Ευανθία Καΐρη, μέχρι την Ελένη Σκούρα και τις σύγχρονες μεγάλες γυναικείες μορφές της πολιτικής. Παράλληλα, προσπαθούσα να εξηγήσω στους υπεύθυνους τότε του Υπουργείου Εσωτερικών ότι ανάμεσα στους αγώνες για την χειραφέτηση της γυναίκας και στον νόμο τους για την ποσόστωση υπήρχε μια θεμελιώδης διαφορά: το γυναικείο κίνημα ήταν αυτοϋποκινούμενο, η ποσόστωση αναγκαστική! Δεν το καταλάβαιναν. Μου έκανε εντύπωση ότι ούτε οι γυναίκες της Γενικής Γραμματείας Ισότητας με τις οποίες μιλούσα το καταλάβαιναν. Θεωρούσαν ότι με την ποσόστωση οι γυναίκες θα «αναβαθμισθούν» ως πολιτικές οντότητες.
Είχαν μάθει, γυναίκες και άντρες, να σκέφτονται ως πολιτικοί, δηλαδή έξω από την πραγματική ζωή. Κι αυτή η «αντίληψη» δεν μπορεί να καταπολεμηθεί με καμία ποσόστωση. Μπορεί όμως να εξαλειφθεί, αν ο ψηφοφόρος συνειδητοποιήσει την προσβολή που υφίσταται από κάθε είδους εξαναγκασμό, που είναι το πάγιο «όπλο» του πολιτικού συστήματος μέχρι σήμερα. Κι αν τον ανταποδώσει με την ψήφο του εξαναγκάζοντάς τους να περάσουν οριστικά στα αζήτητα της ιστορίας. Για να πάψουν, επιτέλους, να μας προσβάλλουν.
Πηγή: athensvoice.gr